- προσφυής
- -ές, ΝΜΑ [προσφύω]1. ο φύσει συνενωμένος, δηλ. προσαρμοσμένος, σε κάτι («ὄνυχες προσφυεῑς τῇ σαρκί», Αδάμ.)2. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος («τοῑς πράγμασι προσφυὴς λέξις», Διον. Αλ.)αρχ.1. προσκολλημένος σε κάτι2. αχώριστος από κάποιον3. αφοσιωμένος, έκδοτος σε κάτι («ἐδωδαῑς... ἡδοναῑς τε... προσφυεῑς», Πλάτ.).επίρρ...προσφυώς / προσφυῶς ΝΜΑ, ιων. τ. προσφυέως Αμε κατάλληλο τρόπο, αρμοδίως («απάντησε προσφυώς»)αρχ.σφιχτά, δυνατά («ἀνακλάσας τὸν αὐχένα τῆς Θαΐδος ἐφίλησεν οὕτω προσφυῶς, ὥστε μόλις ἀπέσπασε τὰ χείλη», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.